Μια φορά κι έναν καιρό, σε κάποιο μέρος, ζούσαν ένας φτωχός παππούς και μια γιαγιά.
Μια κρύα μέρα που χιόνιζε, καθώς ο παππούς επέστρεφε απ’ την πόλη, όπου είχε πάει για να πουλήσει καυσόξυλα, βρήκε ένα γερανό που είχε πιαστεί σε μια παγίδα και αγκομαχούσε.
“Ωχ ωχ το κακόμοιρο,
για να το ελευθερώσω ‘γω.
Στο εξής να προσέχεις έτσι;”
Ο παππούς λυπήθηκε το γερανό και τον ελευθέρωσε.
Ένα χιονισμένο βράδυ λίγες μέρες μετά, τακ-τακ ακούστηκε ένας ήχος στην πόρτα του παππού. Όταν άνοιξε την πόρτα, στεκόταν εκεί μια κόρη.
“Χιονίζει πολύ κι έχασα το δρόμο μου.
Σας παρακαλώ φιλοξενήστε με για ένα βράδυ”
“Αχ συμφορά που σε βρήκε.
Έλα, μπες μέσα να ξαποστάσεις”
Από κείνη την ημέρα, η κόρη συνέχισε να μένει στο σπίτι του παππού.
Κάποτε, η κόρη είπε:
“Παππού, γιαγιά,
επιτρέψτε μου να υφάνω,
Αλλά, σας παρακαλώ, όσο θα υφαίνω,
να μην κοιτάξετε καθόλου”
“τσάκα-τσάκα, κλατς-κλατς,
τσάκα-τσάκα, κλατς-κλατς”
Από εκείνη την ημέρα, η κόρη με κλειστή την πόρτα του δωματίου της, ύφαινε, από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ.
Και τότε, μετά από μερικές ημέρες, η κόρη βγήκε απ’ το δωμάτιο κουβαλώντας ένα κομμάτι ύφασμα. Ήταν ένα πάρα-πάρα πολύ όμορφο ύφασμα.
“Παππού, πήγαινέ το στην πόλη αυτό και πούλα το.
Θα βγάλεις ακόμα πιο πολλά χρήματα”
Ο παππούς πήγε το ύφασμα στην πόλη και επειδή ήταν πραγματικά υπέροχο, το πούλησε πανάκριβα.
Ο παππούς και η γιαγιά που χάρηκαν πολύ, ζήτησαν απ’ την κόρη να τους υφάνει πάλι.
Λίγες ημέρες μετά η κόρη βγήκε απ’ το δωμάτιο με κουρασμένο πρόσωπο.
“Τελευταία φορά όμως”
Έτσι είπε η κόρη, αλλά ο παππούς και η γιαγιά που πούλησαν ακριβά το ύφασμα, της ζήτησαν πάλι να τους υφάνει.
“Αυτή η φορά είναι στ’ αλήθεια η τελευταία όμως”
“τσάκα-τσάκα, κλατς-κλατς,
τσάκα-τσάκα, κλατς-κλατς”
Ο παππούς και η γιαγιά, ακούγοντας την κόρη να υφαίνει, σκέφτηκαν:
“Γιατί άραγε μπορεί και υφαίνει τόσο υπέροχα υφάσματα;
Ας ρίξουμε μια ματιά”
Ξεχνώντας την παράκληση της κόρης να μην κοιτάξουν σε καμία περίπτωση, κρυφοκοίταξαν.
Και τότε τι να δουν. Μα ένας γερανός έβγαζε το ίδιο του το φτέρωμα για να το υφάνει. Ο παππούς και η γιαγιά απ’ την έκπληξη, έκλεισαν κατά λάθος την πόρτα.
Την επόμενη ημέρα, η κόρη βγήκε απ’ το δωμάτιο κουβαλώντας στα χέρια ένα κομμάτι ύφασμα.
“Παππού, γιαγιά,
αν και σας είπα να μην κρυφοκοιτάξετε,
τελικά είδατε την πραγματική μου μορφή έτσι;
Είμαι ο γερανός που έσωσες παππού.
Αλλά τώρα που είδατε ποιος είμαι
δε μπορούμε να ζήσουμε πια μαζί.
Να είστε καλά”
Είπε η κόρη και ξαναπήρε τη μορφή του γερανού.
Ήταν μια άθλια μορφή ενός γερανού που εδώ κι εκεί του έλειπαν φτερά.
Κι ύστερα με μια κραυγή φώναξε “κεεεεε” και πέταξε μακριά.
Παραμύθι :Ο Θησαυρός Των Αστεριών
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας γέρος ψαράς. Είχε ολόλευκα μαλλιά, μακριά γένια και μουστάκια, και δυο μεγάλα γαλανά μάτια. Φαινόταν τόσο καλός και τα χέρια του άγγιζαν το κάθε τι με τόση τρυφεράδα που έμοιαζε με άγγελο. Ο γέρος αυτός είχε και ένα εγγονάκι, τον Καστανούλη.
Ο Καστανούλης θαύμαζε τον παππού του πάρα πολύ και τον θεωρούσε τον πιο καλό παππού του κόσμου.
Ένα απόγευμα, ο παππούς και ο εγγονός αποφάσισαν να πάνε για ψάρεμα.
Μπήκαν στη βάρκα και ξεκίνησαν. Σιγά-σιγά βράδιαζε και η νύχτα φαινόταν μαγευτική. Η θάλασσα ήταν ήσυχη.
Ο παππούς τότε είπε: ”Απόψε, παιδί μου, δε θα ρίξουμε τα δίχτυα. Είναι κρίμα να στερήσουμε τη ζωή από τα ζώα του βυθού. Ας αφήσουμε τη βάρκα να μας πάει όπου θέλει”. Ξαφνικά, εκεί που κουβέντιαζαν, ο παππούς είδε έναν ασημένιο δρόμο που ξεκινούσε από το φεγγάρι και συνέχιζε στην θάλασσα.
Ο παππούς είπε: ”Γιόκα μου, αυτός είναι ο δρόμος της αγάπης”. Η βάρκα μόλις τον άκουσε έστριψε και άρχισε να κινείται πάνω στο δρόμο της αγάπης. Ξαφνικά, ένιωσαν έναν τρίτο άνθρωπο μέσα στη βάρκα. Γύρισαν και είδαν μια όμορφη νεράιδα.
Στα μαλλιά της είχε μια κορδέλα από φύκια, το φόρεμά της έμοιαζε με το ουράνιο τόξο και αντί για παντόφλες φορούσε δυο γυαλιστερά κοχύλια.
Ο γέρο ψαράς την καλωσόρισε και της πρόσφερε ψωμί, τυρί και χταπόδι.
Η νεράιδα όμως του είπε: ”Δεν έχουμε καιρό για φαγητό.
Θα ρίξουμε τα δίχτυα σε λίγο, αλλά κανένα ζωντανό δεν θα κινδυνεύσει. Μην ανησυχείτε”.
Συνέχισε λέγοντας ότι ο δρόμος της αγάπης δεν τελειώνει ποτέ όταν ξαφνικά ένα λαμπερό αστέρι έπεσε από τον ουρανό και χάθηκε στη θάλασσα. Η νεράιδα ρώτησε τον Καστανούλη: ”Είδες το αστέρι;”
”Ναι”, απάντησε ο Καστανούλης.
”Έχω δει πολλά τις νύχτες που δεν έχει φεγγάρι”.
”Και ξέρεις που πάνε;”, ρώτησε η νεράιδα.
”Πέφτουν”, απάντησε ο Καστανούλης. Εκείνη τη στιγμή έφτασαν σε ένα παράξενο μέρος.
Ξαφνικά η βάρκα έγινε μεγάλη, ο παππούς έγινε μεγάλος και τα χέρια του έδειχναν πλασμένα από μετάξι και καλοσύνη.
Η νεράιδα είπε στον παππού να ρίξει τα δίχτυα.
Αντί όμως να ψαρεύουν ψάρια, ψάρευαν λαμπερά αστέρια. Η νεράιδα πήρε τα χέρια του παππού και τα φίλησε.
Τους εξήγησε ότι καθένα από αυτά τα αστέρια ήταν κάποτε ένα δάκρυ χαράς ή λύπης. Επειδή όμως κανείς δεν μπορούσε να τα δει, ο Θεός αποφάσισε αυτά τα δάκρυα να γίνουν άστρα, να φωτίζουν τον ουρανό και τις όμορφες νύχτες να πέφτουν στη θάλασσα.
Μόνο τα χέρια ενός καλού ανθρώπου μπορούν να τα φέρουν στον κόσμο. Τότε η λύπη τους σβήνει και η χαρά τους λαμποκοπά.
Οι ψυχές των καλών ανθρώπων μπορούν να τα δουν. Είναι ευλογημένα, γι’ αυτό όταν οι άνθρωποι τα βλέπουν να πέφτουν και προλάβουν να κάνουν μια ευχή, η ευχή τους θα πραγματοποιηθεί. Αυτά είπε η νεράιδα για τον θησαυρό των αστεριών.
Έπειτα έφυγε… και ο Καστανούλης πλησίασε τον παππού του με τη σκέψη ότι θα καταλάβει καλύτερα τα λόγια της νεράιδας όταν μεγαλώσει.